Η τυπολογία βασίζεται σε μια "μεταφορά" ή "μετάφραση" της κλασικής λύσης του Bauhaus και του μοντέρνου κινήματος στις νεοδιαμορφωμένες ανάγκες της πρώτης κατοικίας της νέας προαστιακής τάξης. Ο τύπος της οριζόντιας διάταξης της κατοικίας σε πτέρυγες με “λαιμό”, όπου οι χώροι διημέρευσης και υποδοχής επιμερίζονται από τους ιδιωτικούς χώρους, “μεταπλάστηκε” στο χώρο, αποκτώντας μια τρίτη διάσταση, για να δημιουργήσει διαφορετικά επίπεδα, που εντάσσουν το κτίσμα στο μεγάλης κλίσης (15%) οικόπεδο.
Τα ζητήματα που έπρεπε να αντιμετωπιστούν ήταν κυρίως η μεγάλη κλίση του εδάφους, ο βορειοδυτικός προσανατολισμός και η πρόσβαση από εμπρός. Η λύση με της ανισοεπίπεδες πτέρυγες εξασφάλισε στο κτίριο ζωτικούς ημιυπαίθριους και υπαίθριους χώρους σε άμεση επαφή με τους χώρους διημέρευσης και στην προέκτασή τους. Το πρώτο επίπεδο, στο οποίο διαμορφώνεται καθιστικός χώρος, συνδέεται με τον κήπο, ενώ το επίπεδο της εισόδου, με τους κύριους χώρους διημέρευσης, συνδέεται στο σημείο του «λαιμού» με το χώρο της πισίνας και το ημιυπαίθριο χώρο του barbeque. Οι ορθογωνικοί όγκοι επεκτείνονται με ευθύγραμμα τοιχία, βασικά στοιχεία της σύνθεσης, που «κουμπώνουν» το κτίριο με τα βοηθητικά κτίσματα και τον υπαίθριο χώρο.
Η επιλογή των μονόρριχτων στεγών, κεκλιμένων πλακών με επικάλυψη φύλλων κράματος ψευδαργύρου (Zink), ενσωματώνει τους ορθογωνικούς όγκους στο τοπίο, με τη δημιουργία μιας νοητής ευθείας παράλληλης με την κλίση του εδάφους. Το πρόβλημα του μη ευνοϊκού προσανατολισμού επιλύθηκε με τη δημιουργία γωνιακών παραθύρων, που δίνουν τη δυνατότητα της παρακολούθησης της πορείας του ηλίου, με αποτέλεσμα το εσωτερικό να είναι πάντα ηλιόλουστο. Η πρόσβαση από το χαμηλότερο σημείο αντιμετωπίστηκε με τη δημιουργία μιας κυματοειδούς καμπύλης διαδρομής, που σκοπό είχε να χειριστεί πιο ομαλά την κλίση του εδάφους, ενώ παράλληλα δίνει διαφορετικές απόψεις του όγκου της μονοκατοικίας κατά τη διέλευση.
Όσον αφορά στην επιλογή των υλικών, οι αρχιτεκτονικές προεξοχές (έρκερ) έχουν σοβαντισμένες επιφάνειες, με ψυχρό χρωματισμό, μια επιλογή που περιορίστηκε από τα χρώματα του μεταλλικού κράματος και του πωρόλιθου, για λόγους αποφυγής της φλυαρίας. Τα ξύλινα γερμανικά κουφώματα, τέλος, αντισταθμίζουν την ψυχρότητα του μετάλλου.